- παρέλλειψις
- -εως, ἡ, Α1. παράλειψη ενός από τα δύο όμοια σύμφωνα μιας λέξης, λ.χ. κάλιον αντί κάλλιον2. (αμφβλ. ερμ.) ελάττωμα, κουσούρι («παρέλλειψις τῆς φύσεως»).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἔλλειψις «παράλειψη γραμμάτων στη γραφή μιας λέξης»].
Dictionary of Greek. 2013.